μεσοφαγωμένος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μεσοφαγωμένος < μεσο- (μισός) + φαγωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τρώγω

Μετοχή

μεσοφαγωμένος μετοχή σε λειτουργία επιθέτου (μετοχή χωρίς ρήμα)

Κλιτικοί τύποι

  • μεσοφαγωμένον (ουδέτερο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.