μεσοσαράκοστο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεσοσαράκοστο | τα | μεσοσαράκοστα |
| γενική | του | μεσοσαράκοστου | των | μεσοσαράκοστων |
| αιτιατική | το | μεσοσαράκοστο | τα | μεσοσαράκοστα |
| κλητική | μεσοσαράκοστο | μεσοσαράκοστα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μεσοσαράκοστο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.