μερμήγκιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μερμήγκιασμα | τα | μερμηγκιάσματα |
| γενική | του | μερμηγκιάσματος | των | μερμηγκιασμάτων |
| αιτιατική | το | μερμήγκιασμα | τα | μερμηγκιάσματα |
| κλητική | μερμήγκιασμα | μερμηγκιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μερμήγκιασμα < μυρμήγκιασμα < μυρμηγκιάζω + -μα < μυρμήγκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /meɾˈmiŋ.ɟa.zma/
Μεταφράσεις
μερμήγκιασμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.