μελάνθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| *μελανθρῐχ- μελαντρῐχ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μελάνθριξ | οἱ/αἱ | μελάντριχες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | μελάντριχος | τῶν | μελαντρίχων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | μελάντριχῐ | τοῖς/ταῖς | μελάντριξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μελάντριχᾰ | τοὺς/τὰς | μελάντριχᾰς | |
| κλητική ὦ! | μελάνθριξ | μελάντριχες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελάντριχε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μελαντρίχοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- μελάνθριξ < μελάν- + -θριξ
Ουσιαστικό
μελάνθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- άλλη μορφή του μελανόθριξ
- ※ τὸ πρόσωπον ῥυτιδῶδες ἄσαρκον. εὐθύθριξ καὶ μελάνθριξ. ( ⌘ Αριστοτέλης, Φυσιογνωμονικά, 808a19.)
- Το πρόσωπο με ρυτίδες, άσαρκο. Με ίσια και μαύρα μαλλιά
- ※ τὸ πρόσωπον ῥυτιδῶδες ἄσαρκον. εὐθύθριξ καὶ μελάνθριξ. ( ⌘ Αριστοτέλης, Φυσιογνωμονικά, 808a19.)
Πηγές
- μελάνθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.