μελάνθριξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*μελανθρῐχ- μελαντρῐχ-
ονομαστική / μελάνθριξ οἱ/αἱ μελάντριχες
      γενική τοῦ/τῆς μελάντριχος τῶν μελαντρίχων
      δοτική τῷ/τῇ μελάντριχ τοῖς/ταῖς μελάντριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μελάντριχ τοὺς/τὰς μελάντριχᾰς
     κλητική ! μελάνθριξ μελάντριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελάντριχε
γεν-δοτ τοῖν  μελαντρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελάνθριξ < μελάν- + -θριξ

Ουσιαστικό

μελάνθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.