μειώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μειώτης | οἱ | μειῶται |
| γενική | τοῦ | μειώτου | τῶν | μειωτῶν |
| δοτική | τῷ | μειώτῃ | τοῖς | μειώταις |
| αιτιατική | τὸν | μειώτην | τοὺς | μειώτᾱς |
| κλητική ὦ! | μειῶτᾰ | μειῶται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μειώτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μειώταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μειώτης < μειόω + -της
Πηγές
- μειώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.