μεγαλοκεφαλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγαλοκεφαλία | οι | μεγαλοκεφαλίες |
| γενική | της | μεγαλοκεφαλίας | των | μεγαλοκεφαλιών |
| αιτιατική | τη | μεγαλοκεφαλία | τις | μεγαλοκεφαλίες |
| κλητική | μεγαλοκεφαλία | μεγαλοκεφαλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεγαλοκεφαλία θηλυκό
- (βιολογία) κατάσταση στην οποία το κρανίο έχει μεγαλύτερο μέγεθος από το συνηθισμένο
Μεταφράσεις
μεγαλοκεφαλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.