μεγαλοαπατεώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγαλοαπατεώνας | οι | μεγαλοαπατεώνες |
| γενική | του | μεγαλοαπατεώνα | των | μεγαλοαπατεώνων |
| αιτιατική | τον | μεγαλοαπατεώνα | τους | μεγαλοαπατεώνες |
| κλητική | μεγαλοαπατεώνα | μεγαλοαπατεώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μεγαλοαπατεώνας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.