ματα-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ματα- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ματα- < αρχαία ελληνική μετα- με υποχωρητική αφομοίωση

Πρόθημα

ματα- & ματ- πριν από φωνήεν

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ματα- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ματ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ματα- < πρόθεση ματά[1]: μετα- με υποχωρητική αφομοίωση [e]-[a] > [a]-[a](κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετα- [2]

Πρόθημα

ματα- & ματ- πριν από φωνήεν

  • άλλη μορφή του μετα- πρόθημα για το σχηματισμό ρημάτων από ρήματα για να δηλώσει επανάληψη
    ματαβάνω < μεταβάνω, βάζω ξανά
    ματαβαπτίζω < μεταβαπτίζω
    ματαποφασίζω < μεταποφασίζω

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ματα- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ματ- στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. ματά -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. ματα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.