ματα-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ματα- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ματα- < αρχαία ελληνική μετα- με υποχωρητική αφομοίωση
Πρόθημα
ματα- & ματ- πριν από φωνήεν
- (λαϊκότροπο) πρόθημα για το σχηματισμό ρημάτων από ρήματα για να δηλώσει επανάληψη (φτου κι απ' την αρχή) ή και αντιστροφή
- ματαβρίσκω: ξαναβρίσκω, ξανασυναντώ
- ματαβλέπω (έκφραση: δεν θα σε ματαδώ)
- ματαγυρίζω
- ματακούω
Συνώνυμα
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ματα- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ματ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- ματα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ματα- < πρόθεση ματά[1]: μετα- με υποχωρητική αφομοίωση [e]-[a] > [a]-[a](κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετα- [2]
Πρόθημα
ματα- & ματ- πριν από φωνήεν
- άλλη μορφή του μετα- πρόθημα για το σχηματισμό ρημάτων από ρήματα για να δηλώσει επανάληψη
- ματαβάνω < μεταβάνω, βάζω ξανά
- ματαβαπτίζω < μεταβαπτίζω
- ματαποφασίζω < μεταποφασίζω
Συνώνυμα
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ματα- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ματ- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- ματά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ματα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.