ματαιότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ματαιότης αἱ ματαιότητες
      γενική τῆς ματαιότητος τῶν ματαιοτήτων
      δοτική τῇ ματαιότητ ταῖς ματαιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ματαιότητ τὰς ματαιότητᾰς
     κλητική ! ματαιότης ματαιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ματαιότητε
γεν-δοτ τοῖν  ματαιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματαιότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάταιο(ς) + -της

Ουσιαστικό

ματαιότης θηλυκό

Συγγενικά

  • ἀματαιότης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.