ματαιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ματαιότης | αἱ | ματαιότητες | ||||
| γενική | τῆς | ματαιότητος | τῶν | ματαιοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | ματαιότητῐ | ταῖς | ματαιότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ματαιότητᾰ | τὰς | ματαιότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ματαιότης | ματαιότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ματαιότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ματαιοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ματαιότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάταιο(ς) + -της
Ουσιαστικό
ματαιότης θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η ματαιότητα
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Ψαλμοί του Δαβίδ, 39.5, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- μακάριος ἀνὴρ οὗ ἐστιν τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐνέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Ψαλμοί του Δαβίδ, 39.5, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
Συγγενικά
- ἀματαιότης
Πηγές
- ματαιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.