ματάκι πόρτας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματάκι πόρτας τα ματάκια πόρτας
      γενική -
    αιτιατική το ματάκι πόρτας τα ματάκια πόρτας
     κλητική ματάκι πόρτας ματάκια πόρτας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματάκι πόρτας  δείτε τις λέξεις ματάκι και πόρτα

Πολυλεκτικός όρος

ματάκι πόρτας ουδέτερο

  • μικρό ενσωματωμένο γυάλινο άνοιγμα επισκόπησης πόρτας (στο ύψος των ματιών)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.