μασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μασιά | οι | μασιές |
| γενική | της | μασιάς | των | μασιών |
| αιτιατική | τη | μασιά | τις | μασιές |
| κλητική | μασιά | μασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μασιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική maşa < περσική ماشه (māsha)
.jpg.webp)
Μπρούντζινη μασιά για το τζάκι.
Μεταφράσεις
μασιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.