μαρμαρογλυπτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρμαρογλυπτική | οι | μαρμαρογλυπτικές |
| γενική | της | μαρμαρογλυπτικής | των | μαρμαρογλυπτικών |
| αιτιατική | τη | μαρμαρογλυπτική | τις | μαρμαρογλυπτικές |
| κλητική | μαρμαρογλυπτική | μαρμαρογλυπτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

έργο μαρμαρογλυπτικής στην Οστράβα της Τσεχίας
Συγγενικά
- μαρμαρογλύπτης
- → δείτε τις λέξεις μάρμαρο και γλύπτης
Μεταφράσεις
μαρμαρογλυπτική
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.