μαραμπουμηλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαραμπουμηλιά οι μαραμπουμηλιές
      γενική της μαραμπουμηλιάς των μαραμπουμηλιών
    αιτιατική τη μαραμπουμηλιά τις μαραμπουμηλιές
     κλητική μαραμπουμηλιά μαραμπουμηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαραμπουμηλιά < μαραμπού + μηλιά

Ουσιαστικό

μαραμπουμηλιά θηλυκό

  • (φυτό) ποικιλία ξινομηλιάς, με ιδιαίτερα γλυκούς καρπούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.