μαραζώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαραζώνω < μαράζι

Ρήμα

μαραζώνω, πρτ.: μαράζωνα, στ.μέλλ.: θα μαραζώσω, αόρ.: μαράζωσα, μτχ.π.π.: μαραζωμένος

  1. (αμετάβατο) πέφτω σε κατάθλιψη, με τρώει το μαράζι
    μαράζωσε απ'τον καημό της για το χαμό του γιου της
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χάσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή και τις ζωτικές του δυνάμεις
    την μαράζωσε ο καημός του
  3. (μεταφορικά) χάνω τις ζωτικές μου δυνάμεις, οδηγούμαι σε μαρασμό
    το χωριό εγκαταλείπεται από τη νεολαία και μαραζώνει σιγα σιγά

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.