μαραζώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαραζώνω < μαράζι
Ρήμα
μαραζώνω, πρτ.: μαράζωνα, στ.μέλλ.: θα μαραζώσω, αόρ.: μαράζωσα, μτχ.π.π.: μαραζωμένος
- (αμετάβατο) πέφτω σε κατάθλιψη, με τρώει το μαράζι
- μαράζωσε απ'τον καημό της για το χαμό του γιου της
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χάσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή και τις ζωτικές του δυνάμεις
- την μαράζωσε ο καημός του
- (μεταφορικά) χάνω τις ζωτικές μου δυνάμεις, οδηγούμαι σε μαρασμό
- το χωριό εγκαταλείπεται από τη νεολαία και μαραζώνει σιγα σιγά
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.