μακρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακρότητα | οι | μακρότητες |
| γενική | της | μακρότητας | των | μακροτήτων |
| αιτιατική | τη | μακρότητα | τις | μακρότητες |
| κλητική | μακρότητα | μακρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακρότητα < μακρός
Μεταφράσεις
μακρότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.