μακαρονοφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακαρονοφαγία οι μακαρονοφαγίες
      γενική της μακαρονοφαγίας των μακαρονοφαγιών
    αιτιατική τη μακαρονοφαγία τις μακαρονοφαγίες
     κλητική μακαρονοφαγία μακαρονοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακαρονοφαγία < μακαρόν(ι) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

μακαρονοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά

  • μακαρονοφάγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.