μαθητάριον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μαθητάριον | τὰ | μαθητάρια | ||||
| γενική | τοῦ | μαθηταρίου | τῶν | μαθηταρίων | ||||
| δοτική | τῷ | μαθηταρίῳ | τοῖς | μαθηταρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μαθητάριον | τὰ | μαθητάρια | ||||
| κλητική ὦ! | μαθητάριον | μαθητάρια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μαθητάριον < μαθητ(ής) + -άριον (μαρτυρείται από το 1782)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.θiˈta.ɾi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐θη‐τά‐ρι‐ον
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.