μαγνητίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγνητίζομαι < παθητική φωνή του μαγνητίζω

Ρήμα

μαγνητίζομαι

  • Οταν τον ακούν, μαγνητίζονται
  • Το καρφί μαγνητίστηκε και άρχισε να έλκει...
  • Περπατούσε μηχανικά, με απλανές βλέμμα, σαν μαγνητισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.