μαγειρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαγειρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαγειρεύω
Ρήμα
μαγειρεύομαι
- (για φαγητό) παρασκευάζομαι από κάποιον με μαγείρεμα
- (μεταφορικά) για κάι που ετοιμάζεται κρυφά
- κάτι μαγειρεύεται εκεί πέρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.