μήλωθρον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μήλωθρον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μήλωθρον
- βαμμένα μαλλιά προβάτου
- ※ 9ος αιώνας [γλώσσα: ελληνιστική] ⌘ Φώτιος Α' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Lexicon, @catholiclibrary.org
- Μήλωθρα: τὰ βεβαμμένα ἔρια· καὶ τὸ βάψαι, μηλῶσαι·
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος θεσσαλονίκης, Commentarii ad Homeri Odysseam i, @catholiclibrary.org
- μή ποτε δὲ ἐπὶ βοσκημάτων, οἷον μῆλα ἀφάσαι ἢ ἀπὸ τοῦ μηλώσασθαι ἤγουν βάψαι. ὅθεν φασὶ καὶ μήλωθρα, τὰ βεβαμμένα ἔρια.
- ※ 9ος αιώνας [γλώσσα: ελληνιστική] ⌘ Φώτιος Α' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Lexicon, @catholiclibrary.org
Πηγές
- μήλωθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- μήλωθρον σελ.4670 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- μήλωθρον - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μήλωθρον | τὰ | μήλωθρᾰ |
| γενική | τοῦ | μηλώθρου | τῶν | μηλώθρων |
| δοτική | τῷ | μηλώθρῳ | τοῖς | μηλώθροις |
| αιτιατική | τὸ | μήλωθρον | τὰ | μήλωθρᾰ |
| κλητική ὦ! | μήλωθρον | μήλωθρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηλώθρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μηλώθροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μήλωθρον < μῆλον + -θρον
Ουσιαστικό
μήλωθρον, -ου ουδέτερο
- (φυτό) αγριάμπελος
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 6.1.4, @scaife.perseus
- πλείω δέ ἐστι τὶ γένη τὰ τούτων καὶ διαφορὰς ἔχοντα μεγάλας, οἷον κίσθος μήλωθρον ἐρευθεδανὸν σπειραία κνέωρον ὀρίγανος θύμβρα σφάκος ἐλελίσφακος πράσιον κόνυζα μελισσόφυλλον ἕτερα τοιαῦτα·
- ≈ συνώνυμα: ἄμπελος λευκή
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 6.1.4, @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μῆλον
Πηγές
- μήλωθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.