μένω άφωνος
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
μένω άφωνος
- λέγεται για περιπτώσεις όπου κάτι εκπληκτικό και απρόσμενο μας εμποδίζει να μιλήσουμε ή δεν ξέρουμε τι να πούμε
- η Μαρία μου είπε ότι με αγαπάει κι εγώ έμεινα άφωνος
Συνώνυμα
- δεν έχω τι να πω
- μένω εμβρόντητος
- παραμένω αμήχανος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.