μέμψις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μέμψις < αρχαία ελληνική μέμψις

Ουσιαστικό

μέμψις θηλυκό

  • επίκριση, κατηγορία

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

μέμψις θηλυκό

  • μέμψεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.