μέικ απ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
μέικ απ ουδέτερο άκλιτο
- καλλυντική ουσία που εφαρμόζεται στο δέρμα του προσώπου για την κάλυψη ατελειών καθώς και η γενικότερη προετοιμασία του για την εφαρμογή σκιάς, ρουζ κ.λπ.
- μεϊκάπ
- μέικαπ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.