λόρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λόρδος | οι | λόρδοι |
| γενική | του | λόρδου | των | λόρδων |
| αιτιατική | τον | λόρδο | τους | λόρδους |
| κλητική | λόρδε | λόρδοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λόρδος < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- η Βουλή των Λόρδων: το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα στο ΗΒ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.