λυσίθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *λυσίθρῐχ- λυσίτρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λυσίθριξ | οἱ/αἱ | λυσίτριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | λυσίτριχος | τῶν | λυσιτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | λυσίτριχῐ | τοῖς/ταῖς | λυσίτριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λυσίτριχᾰ | τοὺς/τὰς | λυσίτριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | λυσίθριξ | λυσίτριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λυσίτριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | λυσιτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λυσίθριξ (ελληνιστική κοινή) < λυσί- + -θριξ
Ουσιαστικό
λυσίθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) που έχει λυμμένα μαλλιά[1]
Πηγές
- λυσίθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.