λουτροπετσέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λουτροπετσέτα οι λουτροπετσέτες
      γενική της λουτροπετσέτας των λουτροπετσετών
    αιτιατική τη λουτροπετσέτα τις λουτροπετσέτες
     κλητική λουτροπετσέτα λουτροπετσέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λουτροπετσέτα < λουτρό + -ο- + πετσέτα

Ουσιαστικό

λουτροπετσέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.