λουκουμάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουκουμάκι τα λουκουμάκια
      γενική
    αιτιατική το λουκουμάκι τα λουκουμάκια
     κλητική λουκουμάκι λουκουμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λουκουμάκι < υποκοριστικό του λουκούμι

Ουσιαστικό

λουκουμάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του λουκούμι
  2. (οικείο) χαϊδευτικός χαρακτηρισμός ερωτικού συντρόφου

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λουκούμι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.