λιπομέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιπομέτρηση οι λιπομετρήσεις
      γενική της λιπομέτρησης* των λιπομετρήσεων
    αιτιατική τη λιπομέτρηση τις λιπομετρήσεις
     κλητική λιπομέτρηση λιπομετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιπομετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιπομέτρηση < λίπος + μέτρηση

Ουσιαστικό

λιπομέτρηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.