λιπομέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιπομέτρηση | οι | λιπομετρήσεις |
| γενική | της | λιπομέτρησης* | των | λιπομετρήσεων |
| αιτιατική | τη | λιπομέτρηση | τις | λιπομετρήσεις |
| κλητική | λιπομέτρηση | λιπομετρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λιπομετρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιπομέτρηση θηλυκό
- η διαδικασία κατά την οποία προσδιορίζεται το ποσοστό λίπους στο σώμα ώστε να χαρακτηριστεί κάποιος ως ελλιποβαρής, φυσιολογικός, υπέρβαρος, παχύσαρκος ή κλινικά παχύσαρκος
Μεταφράσεις
λιπομέτρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.