λιπαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈpe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐παί‐νο‐μαι
Ρήμα
λιπαίνομαι, π.αόρ.: λιπάνθηκα, μτχ.π.π.: λιπασμένος, (ενεργ.: λιπαίνω)
- παθητική φωνή του ρήματος λιπαίνω: αλείφομαι ή εφοδιάζομαι με λιπαρή ουσία
- ※ Ἔπειτα ἀφοῦ αἱ ὁδοὶ τοῦ δημάρχου Ἀθηναίων, ἠραιωμέναι εἰς λεπτὴν κόνιν μετεωρίζονται ἀνιπτάμεναι ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων εἰς τὰ ὕψη, διὰ τὶ τάχα νὰ μὴ καταβιβάσωμεν ἀμοιβαίως καὶ ἡμεῖς τὸν οὐρανὸν μὲ τοὺς ἀστέρας του ἐντὸς τοῦ βορβόρου τῶν ὁδῶν, ἐν ᾧ ἐπάνω-κάτω κυλιόμεθα καὶ λιπαινόμεθα ὅλοι, ἐξαιρέσει τῶν χοίρων καὶ τοῦ κυρίου ἐπὶ τῶν ἐσωτερικῶν, παρὰ τὰς ἀξιώσεις τῆς ὁμοιοπαθητικῆς τοῦ κ. Πύρλα, κραυγάζοντος similia similibus (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.