λιοκόκκαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λιοκόκκαλο | τα | λιοκόκκαλα |
| γενική | του | λιοκοκκάλου & λιοκόκκαλου |
των | λιοκοκκάλων |
| αιτιατική | το | λιοκόκκαλο | τα | λιοκόκκαλα |
| κλητική | λιοκόκκαλο | λιοκόκκαλα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιοκόκκαλο ουδέτερο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (ιδιωματικό) το κουκούτσι του ελαιόκαρπου, της ελιάς, (στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο)
Συνώνυμα
- λιοκούκουτσο
- λιοκούκουδο
Μεταφράσεις
λιοκόκκαλο
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.