λιθανθρακωρυχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λιθανθρακωρυχείο | τα | λιθανθρακωρυχεία |
| γενική | του | λιθανθρακωρυχείου | των | λιθανθρακωρυχείων |
| αιτιατική | το | λιθανθρακωρυχείο | τα | λιθανθρακωρυχεία |
| κλητική | λιθανθρακωρυχείο | λιθανθρακωρυχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιθανθρακωρυχείο < λιθάνθρακας + ανθρακωρυχείο
Μεταφράσεις
λιθανθρακωρυχείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.