λιγοφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιγοφαγία οι λιγοφαγίες
      γενική της λιγοφαγίας των λιγοφαγιών
    αιτιατική τη λιγοφαγία τις λιγοφαγίες
     κλητική λιγοφαγία λιγοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιγοφαγία < λιγόφαγος + -ία, μορφολογικά αναλύεται λιγό- + -φαγία

Ουσιαστικό

λιγοφαγία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.