ἐλευθερόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἐλευθερῶ (κλίση ἐλευθερόω) | |
| Παρατατικός | ἠλευθέρουν | |
| Μέλλοντας | ἐλευθερώσω | |
| Αόριστος | ἠλευθέρωσα | |
| Παρακείμενος | ἠλευθέρωκα | |
| Υπερσυντέλικος | ἠλευθερώκειν | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- ἐλευθερόω < ἐλεύθερος + jω
Ρήμα
ἐλευθερόω / ἐλευθερῶ
- ελευθερώνω κάποιον από δεσμά ή βάρη ή κατηγορίες, αλλά και απολύω. Παθητική φωνή ἐλευθεροῦμαι, ανάλογο του ελευθερώνομαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 403 (401-405)
- […] καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν
πολλὴν βοήν· Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.- και τότε ήταν ν᾽ ακούσεις / φωνή μεγάλη από κοντά: «Εμπρός, των Ελλήνων / γενναία παιδιά! να ελευθερώσετε πατρίδα, / τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας / να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων / τους τάφους· τώρα για όλα ᾽ναι που πολεμάτε.»
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- […] καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 403 (401-405)
Σύνθετα
- ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω
- διελευθερῶ, διελευθερόω
- ἐξαπελευθερῶ, ἐξαπελευθερόω
- ἐξελευθερῶ, ἐξελευθερόω
- προελευθερῶ, προελευθερόω
- συνελευθερῶ, συνελευθερόω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἐλεύθερος
Πηγές
- ἐλευθερόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλευθερόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.