λελούδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λελούδι | τα | λελούδια |
| γενική | του | λελουδιού | των | λελουδιών |
| αιτιατική | το | λελούδι | τα | λελούδια |
| κλητική | λελούδι | λελούδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λελούδι < λουλούδι
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈlu.ði/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.