ανοιχτός κώδικας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανοιχτός κώδικας <  δείτε τη λέξη  ανοιχτός και κώδικας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική open source

Πολυλεκτικός όρος

ανοιχτός κώδικας αρσενικό

  • (λογισμικό) ο πηγαίος κώδικας στον οποίο ο καθένας έχει πρόσβαση, μπορεί να τον εξετάζει και τον τροποποιεί ελεύθερα
    ο Λευκός Οίκος άρχισε να χρησιμοποιεί λογισμικό ανοιχτού κώδικα για τον ιστότοπό του

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.