λεβεντόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λεβεντόπαιδο | τα | λεβεντόπαιδα |
| γενική | του | λεβεντόπαιδου | των | λεβεντόπαιδων |
| αιτιατική | το | λεβεντόπαιδο | τα | λεβεντόπαιδα |
| κλητική | λεβεντόπαιδο | λεβεντόπαιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
λεβεντόπαιδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.