λεβ

Νέα ελληνικά (el)

Κέρμα 20 λεβ του 1894.

Ετυμολογία

λεβ < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική лев (lev)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlev/

Ουσιαστικό

λεβ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • λεβ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.