lev
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
lev
(en)
η
λέβα
, το βουλγαρικό νόμισμα
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
lev
(fr)
αρσενικό
η
λέβα
, το βουλγαρικό νόμισμα
Σλοβακικά
(sk)
Ουσιαστικό
lev
(sk)
λιοντάρι
Σλοβενικά
(sl)
Ουσιαστικό
lev
(sl)
λιοντάρι
Τσεχικά
(cs)
Ουσιαστικό
lev
(cs)
λιοντάρι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.