λαχανόφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαχανόφυλλο τα λαχανόφυλλα
      γενική του λαχανόφυλλου των λαχανόφυλλων
    αιτιατική το λαχανόφυλλο τα λαχανόφυλλα
     κλητική λαχανόφυλλο λαχανόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαχανόφυλλο < λάχανο + φύλλο

Ουσιαστικό

λαχανόφυλλο ουδέτερο

  • το φύλλο του λάχανου, ιδιαίτερα αυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική
αγόρασα λαχανόφυλλα για να φτιάξω λαχανοντολμάδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.