λαχανοσαλάτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαχανοσαλάτα οι λαχανοσαλάτες
      γενική της λαχανοσαλάτας των λαχανοσαλατών
    αιτιατική τη λαχανοσαλάτα τις λαχανοσαλάτες
     κλητική λαχανοσαλάτα λαχανοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαχανοσαλάτα με καρότο

Ετυμολογία

λαχανοσαλάτα < λάχανο + σαλάτα

Ουσιαστικό

λαχανοσαλάτα θηλυκό

  • (φαγητά) σαλάτα με κύριο συστατικό λαχανόφυλλα, από λευκό, κόκκινο ή κινέζικο λάχανο
    υπάρχουν πολλοί τύποι λαχανοσαλάτας ανάλογα με τις προσθήκες όπως με ελιές, κρεμμύδια, μαϊντανό και λίγο άνηθο, ή με φέτες πορτοκάλι και μανταρίνι ανακατεμένα με λαδολέμονο κ.ά.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.