λαμπατέρ
Νέα ελληνικά (el)

ένα λαμπατέρ
Ετυμολογία
- λαμπατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική lampadaire < λατινική lampadarius < lampas < αρχαία ελληνική λαμπάς (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
λαμπατέρ ουδέτερο άκλιτο
- επιδαπέδιο φωτιστικό δωματίου με μακρόστενη βάση
- το πορτατίφ, συνήθως διακοσμητικό (αλλά όχι πάντα)
Μεταφράσεις
λαμπατέρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.