λαμπατέρ

Νέα ελληνικά (el)

ένα λαμπατέρ

Ετυμολογία

λαμπατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική lampadaire < λατινική lampadarius < lampas < αρχαία ελληνική λαμπάς (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

λαμπατέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. επιδαπέδιο φωτιστικό δωματίου με μακρόστενη βάση
  2. το πορτατίφ, συνήθως διακοσμητικό (αλλά όχι πάντα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.