πορτατίφ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πορτατίφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική portatif[1]
Ένα πορτατίφ γραφείου.

Ουσιαστικό

πορτατίφ ουδέτερο άκλιτο

  • φωτιστικό που τοποθετείται συνήθως πάνω σε έπιπλο

Συγγενικά

  • πορτατιφάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.