πορτατίφ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
πορτατίφ ουδέτερο άκλιτο
- φωτιστικό που τοποθετείται συνήθως πάνω σε έπιπλο
- μικρό φωτιστικό που τοποθετείται πάνω σε κάποιο έπιπλο και που εύκολα μεταφέρεται από μία θέση σε άλλη
Συγγενικά
- πορτατιφάκι
Μεταφράσεις
πορτατίφ
- πορτατίφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
