λακούβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λακούβα οι λακούβες
      γενική της λακούβας των λακούβων
    αιτιατική τη λακούβα τις λακούβες
     κλητική λακούβα λακούβες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λακούβα < πρωτοσλαβική [1] *lakŭva < *loky < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lokus (τα 2κ από παρετυμολόγηση προς το λάκκος)

Ουσιαστικό

λακούβα[1] θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.