radiation

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

radiation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, φυσική) η ραδιενέργεια, η εκπομπή ακτίνων ενέργειας από τους πυρήνες ορισμένων ατόμων
    a radiation detector - ανιχνευτής ραδιενέργειας
  2. (μη μετρήσιμο, φυσική) η ακτινοβολία, η εκπομπή ενέργειας υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή σωματιδίων
    cosmic/solar radiation - κοσμική/ηλιακή ακτινοβολία
  3. (βιολογία) προσαρμοστική διαφοροποίηση πολλών ειδών από μητρικό (τα οποία συνήθως έχουν πια διαφορετικά χαρακτηριστικά)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

radiation (fr) θηλυκό

  1. η ακτινοβολία
  2. η διαγραφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.