λάρναξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λάρναξ αἱ λάρνακες
      γενική τῆς λάρνακος τῶν λαρνάκων
      δοτική τῇ λάρνακ ταῖς λάρναξ(ν)
    αιτιατική τὴν λάρνακ τὰς λάρνακᾰς
     κλητική ! λάρναξ λάρνακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λάρνακε
γεν-δοτ τοῖν  λαρνάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λάρναξ < προέλευσης από την προελληνική [1] με κατάληξη -αξ

Ουσιαστικό

λάρναξ θηλυκό

  1. κιβώτιο στο οποίο τοποθετούσαν πράγματα του σπιτιού, μπαούλο
  2. τεφροδόχος ή θήκη για οστά, οστεοθήκη, λάρνακα
  3. λίκνο στο οποίο τοποθετούνταν τα νεογέννητα βρέφη

  • νάρναξ στον Ησύχιο

Παράγωγα

  • λαρνακίδιον
  • λαρνάκιον
  • λαρνακόγυιος
  • λαρνακοφθόρος
  • λαρνακόφρος

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.