κύρωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῡρωσι-, κῡρωσε-
ονομαστική κύρωσῐς αἱ κυρώσεις
      γενική τῆς κυρώσεως τῶν κυρώσεων
      δοτική τῇ κυρώσει ταῖς κυρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κύρωσῐν τὰς κυρώσεις
     κλητική ! κύρωσῐ κυρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυρώσει
γεν-δοτ τοῖν  κυρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύρωσις < κυρόω / κυρῶ + -σις < κῦρος

Ουσιαστικό

κύρωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.