κύρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κῡρωσι-, κῡρωσε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | κύρωσῐς | αἱ | κυρώσεις | |
| γενική | τῆς | κυρώσεως | τῶν | κυρώσεων | |
| δοτική | τῇ | κυρώσει | ταῖς | κυρώσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | κύρωσῐν | τὰς | κυρώσεις | |
| κλητική ὦ! | κύρωσῐ | κυρώσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυρώσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυρωσέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κῦρος
Σύνθετα
- ἀποκύρωσις
- ἐπικύρωσις
- προσκύρωσις
Πηγές
- κύρωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.