κόπωση μετάλλων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόπωση  μετάλλων οι κοπώσεις  μετάλλων
      γενική της κόπωσης*  μετάλλων των κοπώσεων  μετάλλων
    αιτιατική την κόπωση  μετάλλων τις κοπώσεις  μετάλλων
     κλητική κόπωση  μετάλλων κοπώσεις  μετάλλων
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόπωση μετάλλων < κόπωση & μετάλλων, γενική πληθυντικού του μέταλλο

Πολυλεκτικός όρος

κόπωση μετάλλων θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.