κόντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κόντης | οι | κόντηδες |
| γενική | του | κόντη | των | κόντηδων |
| αιτιατική | τον | κόντη | τους | κόντηδες |
| κλητική | κόντη | κόντηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόντης < μεσαιωνική ελληνική κόντης < ιταλική conte < παλαιά γαλλική conte / compte < λατινική computus < computo < puto
Μεταφράσεις
κόντης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.