κομπλεξάρω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κομπλεξάρω
<
κόμπλεξ
+
-άρω
Ρήμα
κομπλεξάρω
δημιουργώ
σε κάποιον
κόμπλεξ
ή τον
κάνω
να
αισθανθεί
ανάλογα
Συγγενικά
κομπλεξαρισμένος
→
δείτε
τη
λέξη
κόμπλεξ
Μεταφράσεις
κομπλεξάρω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.